-
1 ἀ-παρα-μύθητος
ἀ-παρα-μύθητος, mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, ϑεός Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, ἀϑυμία Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben πολύπονος und βαρύς an. seni 6; – ἀπαραμυϑήτως κακός, unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466.
-
2 οἰκτείρω
οἰκτείρω, bemitleiden, bedauern, beklagen; τινά, Il. 23, 548 u. öfter; Aesch. Ag. 1303 u. öfter; auch τινά τινος, Jem. um Etwas, οἰκτείρω σε ϑεσφάτου μόρου, 1294, vgl. Suppl. 206; εἴ τι κἄμ' οἰκτείρετε, Soph. Phil. 1031, öfter; auch pass., ἀλλ' οὐκ ἐκ σέϑεν ᾠκτείρεϑ' οὗτος, El. 1404; oft auch Eur., z. B. τἀμὰ οἰκτείρας κακά, Suppl. 168; auch in Prosa, καὶ ἐλεεῖν τινα Plat. Euthyd. 288 d, ϑεοὶ οἰκτείραντες τὸ τῶν ἀνϑρώπων ἐπίπονον γένος Legg. II, 653 c; Xen. u. Folgde; Sp. bilden das fut. auch οἰκτειρήσω, wie von οἰκτειρέω, welches im praes. schwerlich vorkommt.
См. также в других словарях:
болѣзнь — БОЛѢЗН|Ь (506), И с. 1.Болезнь, нездоровье, физический недуг: Стенюштю ономоу тѩжько отъ болѣзни. Изб 1076, 52 об.; не ѡ(т)лоучашесѩ ѡ(т) нѥго [ученик]... бѣ бо оуже болѣзнию лютою одьрьжимъ. [Феодосий] ЖФП XII, 63б; въ недоузѣ лютѣ ѡбъдьржима. и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek